- διάκενο(ν)
- το пустота, пустое пространство; промежуток, интервал;
διάκενο(ν) του τοίχου — пустое пространство двойной стенки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάκενο(ν) του τοίχου — пустое пространство двойной стенки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λέιζερ — (laser). Διάταξη παραγωγής ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων με συχνότητα που αντιστοιχεί στην περιοχή του ορατού φάσματος ή κοντά σε αυτό. Ο όρος λ. προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων: Light Amplification (by) Stimulated Emission (of)… … Dictionary of Greek
διάκενος — η, ο (AM διάκενος, ον) [κενός] 1. ο εντελώς κενός, άδειος, κούφιος 2. αυτός που έχει ενδιάμεσα κενά ή πόρους 3. το ουδ. ως ουσ. διάκενο (ν) κενός ή ελεύθερος ενδιάμεσος χώρος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. διάκενο το μέρος ενός μαγνητικού κυκλώματος στο … Dictionary of Greek
ευδιόμετρο — Συσκευή για τον ποσοτικό προσδιορισμό των αερίων, τα οποία συμμετέχουν σε μια χημική αντίδραση. Το ε. αποτελείται από έναν γυάλινο βαθμονομημένο σωλήνα με πολύ ισχυρά τοιχώματα, ο οποίος μπορεί να παίρνει διάφορα σχήματα. Στη μία άκρη του σωλήνα… … Dictionary of Greek
μαγνητικό κύκλωμα — Μία εντελώς κλειστή διαδρομή της μαγνητικής ροής, που έχει σε κάθε σημείο την κατεύθυνση της μαγνητικής επαγωγής (οι γραμμές ενός μαγνητικού πεδίου είναι πάντα συνεχείς και χωρίς άκρα). Ως παράδειγμα αναφέρεται ένας ηλεκτρομαγνήτης που μπορεί να… … Dictionary of Greek
Φιζό, Αρμάν Ιππολίτ Λουί — (Fizeau, Παρίσι 1819 – Βεντέιγ 1896). Γάλλος φυσικός. Από εύπορη οικογένεια, μπόρεσε να αφοσιωθεί απερίσπαστος στη μελέτη και στην έρευνα. Το όνομά του συνδέεται κυρίως με τη μέτρηση της ταχύτητας του φωτός. Έκανε επίσης πειράματα για να μετρήσει … Dictionary of Greek
ατμομανδύας — ο μετάλλινος χιτώνας διπλού τοιχώματος, ο όποιος περιβάλλει αντικείμενα για να τα διατηρεί θερμά με διοχέτευση ατμού στο ενδιάμεσο διάκενο … Dictionary of Greek
διαθόλιο — το το διάκενο μεταξύ δύο θόλων … Dictionary of Greek
θηλειά — και θελ(ε)ιά και φηλ(ε)ιά, η 1. βρόχος («μού βαλε θηλειά στο λαιμό») 2. είδος παγίδας πουλιών ή μικρών θηραμάτων, συρτοθηλειά 3. το διάκενο στο δίχτυ, το μάτι 4. είδος κουμπότρυπας που σχηματίζεται με πλέγμα απ όπου περνά το κουμπί. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
μεγάφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή που μετατρέπει ένα ηλεκτρικό σήμα σε ένα αντίστοιχο ηχητικό, εκπέμποντάς το σε κλειστό ή ανοιχτό χώρο. Ανάλογα με την αρχή λειτουργίας, τα μ. διακρίνονται σε ηλεκτροδυναμικά, ηλεκτρομαγνητικά και ηλεκτροστατικά. Τα… … Dictionary of Greek
σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… … Dictionary of Greek